ΒΑΣΙΛΗΣ ΦΥΤΣΙΛΗΣ: Κουβεντιάζοντας με τον Γιάννη.

Ανεπίδεκτοι εθνικής αναμορφώσεως…*
(Ο Βασίλης Μπάλλας)

*Απόσπασμα από το βιβλίο του Βασίλη Φυτσιλή \”Κουβεντιάζοντας με τον Γιάννη\”, εκδόσεις ΕΝΤΟΣ, ISBN 9608472547

__Ο Βασίλης Μπάλλας ήταν ένα αγροτόπαιδο, απ’ τα χωριά της Λάρισας. Συνομήλικός μου κι αυτός. Αητόπουλο της Κατοχής. και λέω, «ήταν ένα παιδί», γιατί τώρα κοντεύουμε κι οι δυο να πατήσουμε τα εβδομήντα… [Σημ: Ο Βασίλης Μπάλλας πέθανε ~20 χρόνια μετά τη συγγραφή αυτού του βιβλίου τον Σεπτέμβρη του 2019 σε ηλικία 89 ετών]
__Ήταν λοιπόν, ένα παιδί ευγενικό και καλόκαρδο. Φιλότιμος και ντόμπρος. Θεσσαλός με τα όλα του. Αγωνιστής πιστός και μπεσαλής, ως το θάνατο. Και… με αποδείξεις. Δεν υπάρχει εκδήλωση, δεν υπάρχει γιορτή για την Αντίσταση, για το Κόμμα μας, Τέμπη, Μεζούλο, Ζάρκο-Μαρί, Τσαρκαδάκι, Γοργοπόταμος, που να μην τον συνάντησα. Πάντα μπροστά. Μ’ ένα καπέλο πάνινο στο κεφάλι και με μια σημαία κόκκινη στο χέρι, σηκωμένη πάντα ψηλά.
__Ποτισμένος κι αυτός απ’ τα γενοφάσκια του με τ’ αθάνατα ιδανικά του ΕΑΜ, της Εθνικής Αντίστασης. Ανεβαίναμε μαζί τον ματωμένο Γολγοθά, όλα εκείνα τα «πέτρινα» χρόνια. Αντιστεκόταν κι αυτός, όπως όλοι μας, με πίστη και υπομονή στις προσπάθειες των «αναμορφωτών» να μας λυγίσουν.
__«Δε θα τους περάσει μωρέ τους άτιμους!», έλεγε με πείσμα. «Ας μας σκοτώσουν! Θα γράψει και για μας μια μέρα η ιστορία δυο αράδες…»
__Έφαγε κι αυτός «το ξύλο της χρονιάς του». Βρε βασανιστήρια, βρε φάλαγγα, εικονική εκτέλεση, πείνα, δίψα, μαρτύρια άσωτα, τίποτα!… Τον τράβηξαν κι αυτόν δέκα φορές στο φυλάκιο της Α.Μ. [Σημ: Αστυνομία Μονάδας], στο «Γραφείον ηθικής αγωγής», τίποτα…
__Ανεπίδεκτος εθνικής αναμορφώσεως…
__Στο Γ΄ Κέντρο, μας πήραν ύστερα με το καλό. Να μας «κερδίσουν», λέει, με την πειθώ και με τη διαφώτιση…
__Τον φώναξαν και τον Βασίλη στη Διοίκηση.
__«Εσένα, βρε ξεροκέφαλε, έτσι αμετανόητον θα σ’ έχουμε εδώ πέρα, να σε ταΐζουμε;… Δε θα γράψεις  και συ μια επιστολή στις αρχές του χωριού σου; Να τακτοποιηθείς εκεί πέρα, να τελειώνουμε. Και να σ’ αφήσουμε και εσένα ελεύθερο, να γυρίσεις στο σπίτι σου; Τί θα πάθεις, δηλαδή αν γράψεις εκεί πέρα τ’ όνομά σου σ’ ένα χαρτί;»
__«Αν σβήσω τ’ όνομά μου, θέλετε να πείτε…», είπε από μέσα του ο Βασίλης. Μου ήρθε τώρα (ας κάνουμε πάλι εδώ μια παρένθεση) μου ήρθε στο νου ένα ποίημα που έγραψα αργότερα, γι’ αυτό «τ’ όνομά μου αν γράψω, τ’ όνομά μου αν σβήσω». Άκου, να σου το διαβάσω:

Φρουρός
Ρολογιού έναν κύκλο κλείνουν τώρα τα χρόνια
που με χέρια δεμένα με κρατούν στο σκοτάδι
σε κλουβί σιδερένιο, σε κελί μουχλιασμένο.
Δεν πληγώθηκαν τάχα τα τριάντα μου χρόνια
και δεν κλάψαν τις νύχτες τ’ Απριλιού και του Μάη
στου Κελιού το σκοτάδι που με σφίγγουν δεμένο;…

Δε λαχτάρησα τάχα κι εγώ να ’χω κοντά μου
σ’ ανοιξιάτικο ανθώνα μια παρθένα σαν κρίνο
με μυρτιές φορτωμένα να μ’ απλώνει τα χέρια;
Σε λιβάδι τη νύχτα μαλακό ξαπλωμένη
με τα δυο της τα χέρια στο λαιμό μου πλεγμένα
να μου δίνει το στόμα, να μετράει τ’ αστέρια;…

Μη δεν ήθελα να ’χω περγουλιά φορτωμένη
στ’ ασπρισμένο σπιτιάκι, γιασεμί ανθισμένο
ευωδιά να σκορπάει στης αυλής μου τη γλάστρα;
Μη δεν πόθησα τάχα του σπιτιού τη γλυκάδα
ένα γυάλινο πιάτο στης καλής μου τα χέρια
γαλατένιο να λάμπει και να τρίζει από πάστρα;…

Χελιδόνι η καλή μου, με τραγούδια στο σπίτι
τον Απρίλη να φέρνει, του Μαγιού ηλιαχτίδα
να σκορπάει το γέλιο, να ’τοιμάζει τραπέζι;
Και πατέρας ως θα ’μαι, το μικρό το παιδί μου
στο λαιμό μου καβάλα, με τα δυο του χεράκια
τα μαλλιά μου να σφίγγει, να τραβάει, να παίζει;…

Τότε, τι με κρατάει στο μπουντρούμι ετούτο
τα σαγόνια π’ ανοίγει μονομιάς και μ’ αφήνει
τ’ όνομά μου αν γράψω, τ’ όνομά μου αν σβήσω…
Μα, φρουρός εγώ στέκω στα φυλάκια του κόσμου
με χακί και ντουφέκι· πώς μπορώ λιποτάχτης
να γινώ και τον όρκο τον βαρύ να πατήσω;

Με τον άνεμο ενάντια, το κορμί μου κολόνα
στα φυλάκια του κόσμου την αυγή διαφεντεύει
κι είναι τούτο για μένα της ζωής το βοτάνι.
Τι, αν λυγίσω το γόνα, στο σκυφτό το κεφάλι
η αφέγγαρη νύχτα καταχνιά θα σκορπίσει
την καρδιά που σκοτώνει κι η καρδιά θα πεθάνει!…

__Προσπαθούσαν, λοιπόν, να πείσουν τον Βασίλη να γράψει κι αυτός εκεί πέρα μια επιστολή, για να «τακτοποιηθεί εθνικώς». Και ο Βασίλης, τούς… το υποσχέθηκε.
__«Θα γράψω», απάντησε διφορούμενα. «Μπορεί να γράψω. Αργότερα ίσως…»
__Και ο Βασίλης Μπάλλας κράτησε την υπόσχεσή του. Και έγραψε αργότερα την επιστολή που του ζητούσαν οι «αναμορφωτές» του Οργανισμού Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου. Οι δημιουργοί του «Νέου Παρθενώνα». [Σημ: αναμορφωτές είχαν ονοματίσει τους βασανιστές]
__Σε μια εκδήλωση που ανταμώσαμε, στα Τέμπη, για να γιορτάσουμε τις νίκες του δοξασμένου Μηχανικού μας [Σημ: Τάγμα του ΕΛΑΣ στον Όλυμπο], των μπουρλοτιέρηδων του Ολύμπου, έβγαλε από τη μέσα τσέπη και μου έδωσε έναν φάκελο σφραγισμένον.
__«Πάρ’ το» μου λέει, «εσύ που γράφεις βιβλία και βάλε και τίποτα απ’ αυτά που γράφω εδώ μέσα. Αν το βρεις ενδιαφέρον…»

Ανοιχτή Επιστολή του Βασίλη Μπάλλα
Προς τις Αρχές του χωριού του
Προς όλους τους Έλληνες
Προς όλους τους ανθρώπους, όπου γης.

(Σου διαβάζω «την επιστολή» έτσι όπως την έγραψε. Έκανα μόνο κάτι μικροδιορθώσεις στο κείμενο. Γιατί ο Βασίλης, με την Κατοχή και με τον αγώνα ενάντια στους κατακτητές, παλιούς και νεότερους, λίγα γράμματα πρόφτασε να μάθει).

__Άκου, λοιπόν, τι γράφει ο Βασίλης Μπάλλας στην «επιστολή» του:
__«Εγώ και άλλα 189 παιδιά, προοριζόμασταν για τη Μακρόνησο.
__Στη μικρή αυτή διαδρομή, οι συνοδοί στρατιώτες μας λέγανε να κάνουμε δήλωση αποκηρύξεως του Κομμουνισμού. Η απάντησή μας ήταν αρνητική. Μας είπαν ότι θα φάμε ξύλο και τους απαντήσαμε ότι θα είναι τιμή μας.
__Πλησιάσαμε το νησί (25 Μάη 1949) και οι στρατιώτες φώναξαν στους απέναντι συναδέλφους τους που περίμεναν την άφιξή μας:
__“Ετούτοι οι κρατούμενοι μας λένε πως αν φάνε ξύλο θα είναι τιμή τους”.
__Θα ήμασταν φαίνεται σε τέτοια απόσταση, που δεν μπορέσαμε να ακούσουμε την αντίδραση των στρατιωτών που μας περίμεναν (αν και αυτοί δεν θα άκουσαν τη δήλωση των συνοδών μας). Πάντως ο βασικός σκοπός των συνοδών μας ήταν να μας τρομοκρατήσουν με την ενέργειά τους αυτή.»
__Μόλις το καΐκι πλεύρισε, οι συνοδοί (δε θυμάμαι πόσοι) πήγαν στον Νίκο Μπιγνή (συγκρατούμενο που η καταγωγή του ήταν απ’ τη Στυλίδα) λέγοντάς του:
__“Θα κάνεις δήλωση;”
__“Όχι. Εσείς σκοτώσατε τον πατέρα μου”, απάντησε ο Νίκος.
__Θυμωμένα τώρα πια οι στρατιώτες ότι με τόσο “ήπια” μεταχείριση δεν γινόταν τίποτα, σταμάτησαν και μας διέταξαν να πηδήσουμε στη στεριά.
__(Πρέπει να πω ότι είχαμε μαζί μας αποσκευές – λιγοστά σκεπάσματα και ρούχα – και ότι όλοι φορούσαμε χοντρά παλτά, ξέροντας ότι θα μας χτυπήσουν).
__Οι άλλοι στη στεριά είχαν σχηματίσει διάδρομο για να περάσουμε και ήταν οπλισμένοι με γκλομπ και ξύλα και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.
__Μας έσπρωξαν να περάσουμε μέσα από τον ανθρώπινο αυτό διάδρομο που άρχισε να μας χτυπάει αλύπητα με τα όπλα του, κλοτσιές, μπουνιές. Όταν γινόταν αυτός ο ξυλοδαρμός, άλλοι στρατιώτες (δηλωσίες ως φαίνεται), με μεγάλη ευχαρίστηση και για να μας κάνουν πόλεμο νεύρων, τραγουδούσαν αντικομμουνιστικά τραγούδια.
__Αφού κατορθώσαμε χωρίς πάρα πολλές σωματικές βλάβες, αλλά ψυχικά καταβεβλημένοι, να περάσουμε αυτόν τον ανθρωποδιάδρομο των 50 μέτρων περίπου, μας συγκέντρωσαν σε ένα ξέφωτο κοντά στα μαγειρεία των φυλακών (ΣΦΑ). Εμείς που απ’ την υποδοχή αυτή πέσαμε λίγο ηθικά, αλλά θαρραλέα και άφοβα και με πείσμα ορκιστήκαμε ενδόψυχα ότι δεν θα τους περάσει.
__Ήρθε τότε ο διοικητής των φυλακών της ΣΦΑ (Στρατιωτικαί Φυλακαί Αθηνών), που διέταξε τους φρουρούς να σταματήσουν τον ξυλοδαρμό και μας μίλησε στη συνέχεια ο ίδιος ζητώντας μας τελικά να κάνουμε δήλωση. Η σιωπή μας που έδειχνε την αρνητική απάντηση τον εκνεύρισε και διέταξε τους στρατιώτες να ξαναρχίσουν το ξύλο. Η αναλογία κρατουμένων-στρατιωτών ήταν 1 προς 20.
__Για πέντε ώρες δέρνανε αλύπητα, ζητώντας μας να κάνουμε δήλωση. Εμένα με παρέλαβε ένας, που έδιωχνε όλους όσοι έτρεχαν να πάρουν μέρος κι αυτοί στον ξυλοδαρμό μου και άρχισε να με σέρνει από το αριστερό πόδι στο χώμα και στις πέτρες, ώσπου σκίστηκε το παντελόνι και τα εσώρουχά μου και γδάρθηκε το δέρμα στο πίσω μέρος του μηρού και του γλουτού άσχημα και άρχισε να αιμορραγεί. Άρχισε μετά να με χτυπάει πάλι και εξαντλημένος όπως ήμουνα δεν αντιδρούσα καθόλου. Το ίδιο έγινε και με τους άλλους κρατούμενους. Στον πρώτο αυτό ξυλοδαρμό, πολλά παιδιά είπαν ότι θα κάνουν δήλωση, εκτός από μένα και άλλους 8. Μας οδήγησαν εμάς τους 9 στη γραμματεία, πήραν τα ονόματά μας και μας ξαναζήτησαν να κάνουμε δήλωση. Αρνηθήκαμε, και με εντολή του Ποντίκα (ανθυπολοχαγός  της Α.Μ.) άρχισαν να μας χτυπάνε μέχρι αργά. (Στη Μακρόνησο φτάσαμε 2 το μεσημέρι και μέχρι τις 7 περίπου κράτησε ο πρώτος ξυλοδαρμός). Δεν ξέρω πώς έφτασα το επόμενο πρωί στον κλωβό (αφού είχαμε υπογράψει βρισκόμενοι σε αφασία τη δήλωση).
__(Ο κλωβός ήταν ένα μέρος με σκηνές για τους κρατούμενους, περιτριγυρισμένο με συρματοπλέγματα). Ήμουνα με τον Σταύρο Καβαλιεράκη (από το Γύθειο της Σπάρτης, που  πέθανε τώρα τελευταία) και το πρωί εκείνο δε μιλούσαμε, μόνο βογκούσαμε γιατί ήμασταν τσακισμένοι απ’ το ξύλο.
__Ύστερα από λίγες μέρες ήρθαν και  μας ζήτησαν να κάνουμε ανοικτές επιστολές (εξευτελιστική επιστολή που να απολογούμαστε για τη δράση μας σαν κομμουνιστές και να συκοφαντούμε άλλα πρόσωπα και τελικά να ζητάμε συγνώμη από παπάδες και άλλους κ.λπ.)
__Κάλεσαν πέντε παιδιά στην Α.Μ. και τα βασάνισαν. Αφού τους ξυλοφόρτωσαν, τους έβαλαν στη φάλαγγα – ένα είδος βασανιστηρίου όπου με τα πόδια δεμένα σφιχτά μαζί στους αστραγάλους και στα γόνατα περνούσαν την κάννη του όπλου ανάμεσα στις γάμπες και το μετακινούσαν αριστερά δεξιά προκαλώντας τρομαχτικό πόνο στις κλειδώσεις των οστών, ενώ ταυτόχρονα χτυπούσαν και τα πέλματα με ξύλα. Και είπαν να τους αφήσουν να πάνε στον κλωβό, και θα το σκεφτούν (αν θα γράψουν ανοιχτή επιστολή κ.λπ.).
__Μόλις ήρθαν τα παιδιά στον κλωβό, χωρίς καθυστέρηση έσπασαν τις ουρές των κουταλιών τους και τις κατάπιαν για να αυτοκτονήσουν. Οι Αλφαμίτες που τους περίμεναν να γυρίσουν και είδαν ότι άργησαν, κατέβηκαν στον κλωβό και τους αναζητούσαν περνώντας από κάθε σκηνή. Βλέποντάς τους να έρχονται, άρχισαν κι άλλοι κρατούμενοι να καταπίνουν ουρές κουταλιών ή ό,τι άλλο. Βλέποντάς μας να καταπίνουμε κουτάλια, οι Αλφαμίτες φοβήθηκαν και έκπληκτοι γύρισαν στο φυλάκιο. Φώναξαν και πληροφόρησαν τον Διοικητή για το τι γινόταν στον κλωβό. Κατέβηκα αυτός στον  κλωβό και με γελοίες κινήσεις “για τη θέση του”, αισθανόμενος υπεύθυνος για μας, μας παρακάλεσε να σταματήσουμε το “μεταλλικό φαγητό” μας, κι ας μην κάνουμε ανοιχτή επιστολή ή οτιδήποτε άλλο.
__Έδιωξαν τα παιδιά που κατάπιαν κουτάλια. Εμάς μας μεταθέσαν στο Γ΄ ΚΠΑ (Γ΄ Κέντρο Παρουσίασης Αξιωματικών). Εκεί μας παρέλαβε ο γενικός στρατοπεδάρχης, συνταγματάρχης Μαρούλης. Έπειτα από λίγο μας δώσαν στρατιωτικά ρούχα για να είμαστε δήθεν ομοιόμορφα ντυμένοι. Μετά μας έδωσαν να φορέσουμε  και καπέλο (μπερέ) με το σήμα, την κορόνα του βασιλιά απάνω. Αρνηθήκαμε να φορέσουμε αυτό το «στέμμα» όπως το λέγαμε. Αυτοί μη μπορώντας να κάνουν αλλιώς, άρχισαν το ξύλο. Ορισμένα παιδιά έκαναν απόπειρα αυτοκτονίας κόβοντας τις φλέβες τους. Θυμάμαι ότι ένας απ’ αυτούς ήταν ο Θανάσης Τσουκνίδας. Τους απομάκρυναν από ’μάς.
__Μετά βρήκαν άλλο τέχνασμα για να μας λυγίσουν. Έρχονταν τη νύχτα και μας έπαιρναν ένα-δυο άτομα, φροντίζοντας να γίνεται αυτό αντιληπτό και από τους άλλους κρατουμένους. Τους πήγαιναν λίγο πιο πέρα απ’ το στρατόπεδο, έτσι ώστε να ακούμε τι λένε, αλλά να μη μπορούμε να δούμε.
__Τους έλεγαν ότι αν θέλουν να ξαναδούνε τους δικούς τους να φορέσουν το στέμμα και να κάνουν δήλωση μετανοίας. Αφού οι κρατούμενοι αρνούνταν να κάνουν αυτά που τους ζητούσαν, τους παρέδιδαν στους βασανιστές που βρίσκονταν δίπλα ή άφηναν κάποιον δικό τους ελεύθερο, ο οποίος δεχόταν τάχα να κάνει αυτά που ζητούσαν από μας, θέλοντας να μας δείξουν ότι το ίδιο θα συνέβαινε και με μας, αν δεν κάναμε αυτά που ζητούσαν. Φυσικά το πρόσωπο αυτό το παρουσίαζαν σαν έναν από τους δικούς μας. Ή έκαναν το άλλο τέχνασμα: Σε ένα δικό τους πρόσωπο, παρουσιαζόμενο για συγκρατούμενό μας, αφού του ζητούσαν ορισμένα πράγματα (αυτά που ζητούσαν από ’μάς) κι αυτό αρνούνταν, του λέγανε ότι δεν θα ξαναδεί τους δικούς του, και το “σκότωναν” (ριπή στον αέρα και το πρόσωπο έπεφτε με ένα μεγάλο ωχ, κάτω) δείχνοντάς μας ότι αυτή η μοίρα μας περίμενε και ’μάς. Άλλος τρόπος βασανιστηρίου ήταν ο ξυλοδαρμός με ξύλα που στη μια τους άκρη είχαν καρφιά που προεξείχαν έναν πόντο.
__Όλα αυτά διάρκεσαν μέχρι την ήττα και την  υποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού. Όμως δεν ήταν ευχαριστημένοι. Μετά από λίγον καιρό μας μεταθέσαν στο ΓΕΤΟ (Γ΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών), με διοικητή τον Ταγματάρχη Καράγιωργα. Εκεί  μας φέρθηκαν πιο ήπια, μέχρι και τις εκλογές του 1950. Μετά τις εκλογές που βγήκε ο Πλαστήρας, μας ρώτησαν ποιοί θέλουν να κάνουν αντιδήλωση. Ξεσηκωθήκαμε όλοι. Αφού είδαν την ενέργειά μας αυτή, μας σπρώξαν να γυρίσουμε πίσω, αλλά εμείς πήγαμε στους αντιδηλωσίες. Από ’κεί μας πήγαν στην απομόνωση στο φάρο. Εκεί βρήκαμε και άλλους κατάδικους και υπόδικους, πολιτικούς κρατούμενους, με διοικητή το λοχαγό Μηλιάδη, που αυτός και οι υφιστάμενοί τους μας φέρθηκαν κάπως καλύτερα απ’ τους άλλους.
__Αυτή η “καλύτερη” μεταχείριση κράτησε μέχρι την 1η του Μάη 1950. Την τρίτη μέρα του Πάσχα ήρθαν και βγάλανε δέκα παιδιά απέναντι απ’ το σύρμα του κλωβού και τα διέταξαν να μαζέψουν πέτρες και να τις ασπρίσουν και μ’ αυτές να σχηματίσουν το στέμμα. Αρνήθηκαν. Τους χτυπήσανε και τους πήγαν στο φυλάκιο της Α.Μ. Τους ξαναχτύπησαν εκεί και αφού δεν πέτυχαν το σκοπό τους, ο διοικητής Μηλιάδης οργάνωσε προβοκάτσια. Παίρνοντας ποινικούς κατάδικους στρατιώτες, τους μέθυσε με χασίσι και τους τοποθέτησε σε σημείο απ’ όπου θα περνούσαν τα παιδιά. Παράλληλα, διοργάνωσε αγώνα ποδοσφαίρου από τους ποινικούς κατάδικους στρατιώτες. Περνώντας τα παιδιά από ’κεί, όρμηξαν οι χασικλήδες στρατιώτες να τους λιντσάρουν. Είχαν και μικρά μαχαίρια που τρυπούσαν τα σώματα των παιδιών σε κάθε σημείο. Για να σωθούν τα παιδιά απ’ το μαρτύριο πήδηξαν στη θάλασσα. Έπειτα, έναν έναν τους βγάζαν έξω και τέσσερις στρατιώτες έπαιρναν το καθένα παιδί από τα άκρα, το σήκωναν στον αέρα και το βροντούσαν κάτω με δύναμη, σε όποια αιχμηρή πέτρα βρισκόταν στο έδαφος. Όμως δεν κατόρθωσαν τίποτα. Μετά τους πήραν και τους έφεραν έξω απ’ τον κλωβό, στη δικιά μας περιοχή. Ήρθε τότε και ο Μηλιάδης που διέταξε τους φρουρούς να μας κλείσουν μέσα στις σκηνές. Εμείς, σε σημεία που δεν φαίνονταν ανοίξαμε τρύπες στις σκηνές και βλέπαμε τι συνέβαινε στα παιδιά, διέταξε τους βασανιστές να τους βγάλουν τις φανέλες τους. Την ώρα που τα παιδιά έβγαζαν τις φανέλες τους και είχαν τα χέρια ψηλά, άρχισαν να τους χτυπούν με ξύλα σε όλα τα μέρη του σώματος. Δεν λύγισε κανένας μέχρι αργά τη νύχτα, οπότε την επομένη το πρωί τους είδαμε σκορπισμένους σε αντίσκηνα σε κακό χάλι. Δεν πρέπει να σκοτώθηκε κανένας, γιατί βλέπαμε ότι τους πήγαιναν φαγητό.
__Έπειτα από λίγον καιρό, εγώ έφυγα από ’κεί, γιατί πέρασα αναθεωρητικό δικαστήριο, αθωώθηκα και αποφυλακίστηκα».