Απόσπασμα βιβλίου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
«Ζητείται Λένιν»

 

«Η απελευθέρωση του ανθρώπου θα ’ρθει όταν καταφέρει να μοιράζεται δίκαια το αποτέλεσμα των κόπων του».

Μιχάλης Κατσαρός

«Οι τύραννοι φαίνονται μεγάλοι μόνον όσο εμείς είμαστε γονατιστοί».

Ετιέν ντα Λα Μποεσί[1]

Η καπιταλιστική οικονομία θεμελιωμένη στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής έχει τη μεγιστοποίηση του καπιταλιστικού κέρδους ως κίνητρο και μοχλό της όποιας ανάπτυξης και εξέλιξης. Στο πλαίσιο αυτό κάθε κεφαλαιοκράτης τοποθετεί τα κεφάλαια που διαθέτει σε όποιο χώρο, κλάδο και τομέα της οικονομίας και προσδοκά το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος. Όταν αποσπάσει αυτό το κέρδος, αυξάνει τα τοποθετημένα κεφάλαια, προκειμένου την επόμενη φορά να κερδίσει ακόμα περισσότερα και ο κύκλος αυτός επαναλαμβάνεται. Το ίδιο κάνει και ο δεύτερος και ο τρίτος και όλοι οι κεφαλαιοκράτες πάντα με κριτήριο το μεγαλύτερο δυνατό καπιταλιστικό κέρδος και σε συνεχή μεταξύ τους ανταγωνισμό. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η ανάπτυξη που σημειώνεται εξελίσσεται με εντελώς άναρχο τρόπο. Δεν παίρνει υπόψη τις ανάγκες της κοινωνίας ή τις απαραίτητες αναλογίες και ισορροπίες ανάμεσα σε τομείς και κλάδους της οικονομίας. Αντί η κατανομή των κεφαλαίων και, επομένως, η ανάπτυξη, να γίνεται ανάλογα με τις κοινωνικές ανάγκες που υπάρχουν, τα κεφάλαια διοχετεύονται μαζικά από τον έναν τομέα της οικονομίας σε έναν άλλο, από κλάδο σε κλάδο, από χώρα σε χώρα και από δραστηριότητα σε δραστηριότητα, με μοναδικό γνώμονα την ικανοποίηση του στενού, του ιδιοτελούς του ατομικού οφέλους του κάθε κεφαλαιοκράτη. Όλα αυτά, όμως, δεν αποτελούν παρά «εγγύηση» εκείνου του είδους «ανάπτυξης» που θα γεννήσει την κρίση, η οποία, μόλις ξεπεραστεί ρίχνοντας τα βάρη στα λαϊκά στρώματα, θα φέρει νέα κρίση, που επίσης βαρύνει και πάλι τα λαϊκά στρώματα κ.ο.κ. Φαύλος κύκλος!

          Ωστόσο, ακόμα κι αν έτσι είναι τα πράγματα, εντούτοις ο καπιταλισμός θα καταφέρει και πάλι να ξεπεράσει τη νέα κρίση του, υποστηρίζουν οι θιασώτες του. Και πράγματι, ο καπιταλισμός καταφέρνει να ξεπερνά τις κρίσεις του. Αλλά πάντα το καταφέρνει με έναν και μοναδικό τρόπο: θυσιάζοντας στο βωμό της σωτηρίας του τον πρώτο παραγωγικό πλούτο της κοινωνίας, τον παράγοντα άνθρωπο. Η ιστορία είναι κατάσπαρτη αποδείξεων ότι φιλολαϊκή λύση και έξοδος από την κρίση μέσα στα όρια του καπιταλισμού δεν υπήρξε ούτε πρόκειται να υπάρξει ποτέ. «Η ασταθής αναιμική ανάκαμψη και η έκρηξη της ανεργίας και της φτώχειας σήμερα στις ΗΠΑ δίνουν το καλύτερο μάθημα σε όσους αναμένουν τη λαϊκή ευημερία απ’ τα κρατικά πακέτα ενίσχυσης των μονοπωλιακών ομίλων»[2]. Εκείνο συνεπώς που απαιτείται για την έξοδο από την κρίση, αλλά για μια έξοδο προς όφελος του ελληνικού λαού, είναι η «έξοδος» από το φαύλο κύκλο της όποιας νέας αναιμικής ανάπτυξης, που θα έχει επιτευχθεί πάνω σε ένα κοινωνικό «νεκροταφείο» και που η νομή της θα γίνει πάλι από τους κεφαλαιοκράτες. Με μια κουβέντα: η έξοδος από την κρίση, για να είναι φιλολαϊκή, ή θα ισοδυναμεί με την έξοδο από τον καπιταλισμό, ή δεν πρόκειται να υπάρξει.

Ακούγεται «ευχάριστα», αλλά πόσο είναι «ρεαλιστική» η προοπτική μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση, όπου πυξίδα της παραγωγής και της διανομής του παραγόμενου πλούτου θα είναι η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών; Η Ελλάδα «είναι μια μικρή και αδύναμη χώρα, δεν έχει δυνάμεις και δυνατότητες για να ακολουθήσει έναν τέτοιο δρόμο ανάπτυξης, έξω από τον καπιταλισμό». Ιδού λοιπόν ορισμένες νέες εκδοχές του μύθου της «Ψωροκώσταινας» αυτή τη φορά επί ΠΑΣΟΚ, ΔΝΤ και τρόικας, με στόχο να υποταχθεί ο λαός στο χαράτσι της «Φορογιώργαινας». Αλλά η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική:

          Η Ελλάδα σε πείσμα των περί του αντιθέτου ισχυρισμών είναι μια χώρα που διαθέτει ικανοποιητικό επίπεδο συγκέντρωσης των μέσων παραγωγής και του εμπορικού της δικτύου. Παρουσιάζει σημαντικό επίπεδο ανάπτυξης της σύγχρονης τεχνολογίας. Διαθέτει πολυάριθμο εργατικό δυναμικό, με εμπειρία, με βελτιωμένο μορφωτικό επίπεδο και εξειδίκευση. Διαθέτει πολυάριθμο και αξιόλογο επιστημονικό δυναμικό. Διαθέτει φυσικές πλουτοπαραγωγικές και ενεργειακές πηγές, σημαντικά αποθέματα ορυκτού πλούτου που συνιστούν συγκριτικό πλεονέκτημα για την παραγωγή βιομηχανικών και καταναλωτικών προϊόντων. Η Ελλάδα διαθέτει επίσης το μεγάλο πλεονέκτημα να μπορεί να εξασφαλίζει επάρκεια στα είδη διατροφής για τις λαϊκές απαιτήσεις, αλλά και το εξωτερικό εμπόριο. Διαθέτει ικανότητες για παραγωγή σύγχρονων προϊόντων, μηχανών, εργαλείων και συσκευών. Επομένως από άποψη αντικειμενικών συνθηκών –κάτι που το γνωρίζουν άριστα πριν απ’ όλους οι πολυεθνικές και τα μονοπώλια που δεν κρύβουν ότι είναι απολύτως απαραίτητη τόσο η οργάνωσή τους όσο και ο σχεδιασμός τους όταν πρόκειται να ξεζουμίζουν την Ελλάδα– η πατρίδα μας δεν έχει καμία «τεχνική δυσκολία» να διαβεί το κατώφλι ενός άλλου τύπου σχεδιασμού, τον κεντρικό πανεθνικό σχεδιασμό στα βασικά και συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής σε στρατηγικούς τομείς όπως η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες, ο ορυκτός πλούτος, τα ορυχεία, οι βιομηχανίες, η ύδρευση, οι μεταφορές, το κρατικοποιημένο τραπεζικό σύστημα, το σύστημα συγκέντρωσης, διοχέτευσης και διαχείρισης υλικών πόρων, το εξωτερικό εμπόριο, το συγκεντρωμένο δίκτυο του εσωτερικού εμπορίου.

            «Πανεθνικός κεντρικός σχεδιασμός»: να μια έννοια που θα τίναζε στον αέρα ακόμα και έναν τετραπληγικό καπιταλιστή. Οι πολυεθνικές, τα μονοπώλια και οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι, που με οργάνωση και σχέδιο λεηλατούν τη χώρα και το λαό, όταν γίνεται λόγος για μια οργάνωση και ένα σχέδιο που θα βγάλει την Ελλάδα από τα νύχια τους, γαυριούν! Εκτός όμως από τα συμφέροντα των καπιταλιστών υπάρχουν και τα συμφέρονται των εργαζόμενων. Και αυτοί έχουν κάθε λόγο να δουν την αλήθεια που επιδιώκουν να στραγγαλίσουν με τα αναθέματά τους οι κεφαλαιοκράτες. Ότι δηλαδή η κεντρικά σχεδιασμένη ανάπτυξη της κοινωνίας δεν είναι μια επινόηση, μια φαντασίωση, μια ιδέα που «σφηνώθηκε» ετσιθελικά στο μυαλό των κομμουνιστών. Είναι μια αντικειμενική ανάγκη που καταρχήν πηγάζει από τις απαιτήσεις να εξελιχθούν τα ίδια τα μέσα παραγωγής και να αξιοποιηθούν στο έπακρο όλες οι δυνάμεις και οι δυνατότητες που έχει διαμορφώσει η σημερινή κοινωνία με την εργασία και με την επιστήμη. Ο κεντρικός σχεδιασμός προσφέρει τη δυνατότητα για την ικανοποίηση των σύγχρονων και διευρυμένων αναγκών των εργαζομένων, σπάει τα δεσμά της άναρχης και ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού.

          Η κεντρικά σχεδιασμένη ανάπτυξη της κοινωνίας είναι αυτή που επιτρέπει την αξιοποίηση και κατανομή όλου του ανθρώπινου δυναμικού και τον εκμηδενισμό της ανεργίας. Δεν έχει καμία σχέση με το σχεδιασμό στο πλαίσιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού, όπου ο κάθε κεφαλαιοκράτης, το κάθε μονοπώλιο εκείνο για το οποίο ενδιαφέρονται είναι ο ατομικός τους προγραμματισμός με κριτήριο το κέρδος σε συνθήκες γενικότερης καπιταλιστικής αναρχίας. Ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στις αναπτυξιακές δυνατότητες της Ελλάδας και γι’ αυτό όχι μόνο θέλει αλλά και καταφέρνει να αξιοποιεί όλες αυτές τις αναπτυξιακές δυνατότητες που αφορούν τις ανθρώπινες ανάγκες. Χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς ανισομέρειες και μακριά από κάθε περιορισμό που προκύπτει από τη διαπλοκή της ελληνικής οικονομίας με την ιμπεριαλιστική ΕΕ και τους διάφορους μηχανισμούς τύπου «τρόικας». Ο κεντρικός σχεδιασμός δίνει τη δυνατότητα εξειδίκευσης κατά κλάδο, διακλάδωσης κατά γεωγραφική περιφέρεια, σύνδεσης των παραγωγικών συνεταιρισμών με πλάνα παραγωγής και κατανομής, με πλάνα κατανάλωσης πρώτων υλών, ενέργειας, νέων μηχανημάτων και υπηρεσιών. Επιτρέπει την οργάνωση από κρατικούς οργανισμούς, από ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και ινστιτούτα της επιστημονικής έρευνας, η οποία υπηρετεί τον κεντρικό σχεδιασμό, τη διεύθυνση της κοινωνικής παραγωγής και των κοινωνικών υπηρεσιών, με γνώμονα την ανάπτυξη της κοινωνικής ευημερίας. Μέσα στο πλαίσιο της κεντρικά σχεδιασμένης ανάπτυξης όλοι οι εργαζόμενοι μπορούν να απολαμβάνου, με βάση τις ανάγκες τους, ισότιμες υπηρεσίες δημόσιες και δωρεάν, Υγείας, Παιδείας, Πρόνοιας, Ασφάλισης, αναψυχής, προστασίας των παιδιών και των υπερηλίκων, πολύ φτηνές ή και απολύτως δωρεάν υπηρεσίες μεταφορών, τηλεπικοινωνιών, ενέργειας, ύδρευσης για λαϊκή κατανάλωση, κ.λπ. Ο κεντρικός σχεδιασμός είναι τελικά η ανάγκη οργάνωσης και παραγωγής και της οικονομίας  που πηγάζει από την απαίτηση να ικανοποιούνται οι διευρυμένες σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων. Τον επιβάλλει η ανάγκη να εξελίσσονται τα μέσα παραγωγής, να αναπτύσσεται η επιστήμη και τη τεχνολογία για το όφελος του λαού. Ο κεντρικός σχεδιασμός είναι το εκ των ων ουκ άνευ εργαλείο που επιτρέπει τη διαμόρφωση στρατηγικών στόχων και επιλογών, την ιεράρχηση σε κλάδους και τομείς, τον καθορισμό για το πού θα συγκεντρωθούν περισσότερες δυνάμεις και  μέσα, με επιστημονικά σχεδιασμένο καταμερισμό και πρώτα απ’ όλα: με εργατικό έλεγχο στη διεύθυνση της κάθε παραγωγικής μονάδας και υπηρεσίας, σε κάθε όργανο διοίκησης. Και φυσικά αποτελεί χονδροειδή διαστρέβλωση ο ισχυρισμός –στον οποίο μεταξύ άλλων πρωτοστατούν εκείνοι που επωφελήθηκαν πολιτικά και οικονομικά από τις παρεκκλίσεις και την υποβάθμιση της λειτουργίας του κεντρικού σχεδιασμού στη Σοβιετική Ένωση– ότι ο κεντρικός σχεδιασμός σημαίνει «κεντρικό βολονταρισμό», «υποταγή στην πυγμή της ιεραρχίας και της γραφειοκρατίας», ότι «όλα αποφασίζονται άνωθεν και κεντρικά» κ.λπ. Όχι. «Κεντρικός σχεδιασμός σημαίνει: διαμόρφωση στρατηγικών στόχων και επιλογών, ιεράρχηση των κλάδων και των τομέων, το πού θα συγκεντρώσεις περισσότερες δυνάμεις, καταμερισμός. Από εκεί και πέρα υπάρχει εξειδίκευση κατά κλάδο και κατά περιοχή. Μια σημαντική πλευρά όμως αυτού του τρόπου ανάπτυξης που αποκρύβουν ή αντιστρέφουν οι κάθε λογής πολέμιοι του σοσιαλισμού είναι η εξής: Ότι ο κεντρικός σχεδιασμός δεν είναι υπόθεση μόνο του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία ή κάποιων επιστημόνων. Δίνει τη δυνατότητα και προϋποθέτει ότι η εργατική τάξη και τα σύμμαχα λαϊκά στρώματα θα συμμετέχουν και θα συναποφασίζουν για το τι θα αναπτυχθεί και πώς αυτό θα μοιραστεί ή θα αξιοποιηθεί από ολόκληρη την κοινωνία. Και ταυτόχρονα να μπορούν να ελέγξουν αν αυτό πραγματοποιείται. Αν αυτό είναι γραφειοκρατία, τότε το ερώτημα είναι: Τι είναι δημοκρατία;»[3]

Ο κεντρικός πανεθνικός σχεδιασμός της οικονομίας δεν είναι απλώς ένα «εργαλείο», μια «παραλλαγή» διοικητικού τύπου. Είναι εκείνη η δομή λειτουργίας της οικονομίας που αντιστοιχεί σε μια ανώτερη κοινωνική σχέση. Στην περίπτωσή του, τόσο για να υπάρξει όσο και για να δουλέψει, το «μαγικό κλειδί» είναι ένα και μόνο: η επίλυση του προβλήματος της ιδιοκτησίας· η αλλαγή των ξεπερασμένων ιστορικά κοινωνικών σχέσεων ιδιοκτησίας που καθορίζουν το οικονομικό και το πολιτικό σύστημα. Με μια κουβέντα: προϋπόθεση είναι η απαλλοτρίωση της ατομικής ιδιοκτησίας και η μετατροπή της σε κοινωνική ιδιοκτησία. Μόνο έτσι η Ελλάδα μπορεί να περάσει στην απέναντι πλευρά από την όχθη της σημερινής άναρχης καπιταλιστικής «ανάπτυξης» για τους λίγους.

          Για να υπάρξει η Ελλάδα των πολλών, ως απαραίτητη προϋπόθεση τίθεται:

α) Η πανεθνική, η πλήρης και η καθολική κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής, η μετατροπή τους σε λαϊκή περιουσία των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής στους κλάδους της μεταποίησης και γενικότερα της βιομηχανίας και του εμπορίου.

β)  Η δημιουργία ενιαίων, αποκλειστικά κρατικών φορέων στους κλάδους στρατηγικής σημασίας, όπως της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, των κατασκευών, των μεταφορών, της εξόρυξης.

γ)   Η κοινωνικοποίηση της γης και των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων στον αγροτικό τομέα.

δ)  Η αξιοποίηση των ώριμων συνθηκών για τη συγκρότηση του τομέα του παραγωγικού συνεταιρισμού, ώστε να βγουν από τον κλοιό των μονοπωλίων η μικρομεσαία αγροτιά και οι μικροί επαγγελματίες σε κλάδους που η συγκέντρωση είναι μικρή.

          Είναι ο κοινωνικοποιημένος και ο συνεταιριστικός τομέας ενταγμένοι στον κεντρικό πανεθνικό οικονομικό μηχανισμό σχεδιασμού και διεύθυνσης της παραγωγής και της κατανομής, που επιτρέπουν να τεθούν σε κινητοποίηση όλα τα μέσα παραγωγής και το εργατικό δυναμικό. Να αξιοποιείται κάθε δυνατή οικονομική διεθνής συνεργασία, στη βάση του αμοιβαίου οφέλους. Να προστατεύεται η εγχώρια παραγωγή και τα συμφέροντα των εργαζομένων από τις όποιες συνέπειες προκύπτουν από τις ανάγκες του εξωτερικού εμπορίου. Και πάνω απ’ όλα: με αυτό τον τρόπο τίθενται οι παραγωγικές δυνάμεις στην υπηρεσία του λαού και στην ικανοποίηση των αναγκών του. Απελευθερώνονται οι παραγωγικές σχέσεις από το δυναστικό ζυγό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Μετατρέπεται ο παραγόμενος πλούτος σε λαϊκή περιουσία. Εξασφαλίζεται δουλειά, εισόδημα, υψηλού επιπέδου υπηρεσίες και προϊόντα, ένα αποκλειστικά δημόσιο, ενιαίο και δωρεάν σύστημα Εκπαίδευσης, Υγείας, Πρόνοιας και Ασφάλισης, η ικανοποίηση των αναγκών σε τομείς όπως η λαϊκή στέγη, η έρευνα, κ.λπ.

          Γι’ αυτή την Ελλάδα, μια Ελλάδα της λαϊκής και όχι της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας, μια Ελλάδα του λαού της και όχι των εκμεταλλευτών, συνθήκη ικανή και αναγκαία, ζωτικής σημασίας και υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα αναδεικνύεται επομένως το πέρασμα της πολιτικής εξουσίας στα χέρια του λαού της. Με μια κυβέρνηση-όργανο της λαϊκής εξουσίας, που θα είναι υποχρεωμένη να εξασφαλίζει τη συμμετοχή του λαού στο νέο και πρωτόγνωρο έργο, να στηρίζει το λαϊκό κίνημα, να στηρίζεται και να ελέγχεται από αυτό μέσα από νέους θεσμούς εργατικού και κοινωνικού ελέγχου. Αυτή «η λαϊκή εξουσία θα στηριχθεί σε λαϊκούς θεσμούς που θα γεννήσει η πάλη και η πρωτοβουλία του εργατικού λαϊκού κινήματος, θα αναδειχθούν, κατά συνέπεια, νέοι θεσμοί. Βάση της λαϊκής εξουσίας θα είναι οι παραγωγικές μονάδες, οι τόποι εργασίας, στους οποίους θα ασκείται και ο εργατικός και κοινωνικός έλεγχος της διεύθυνσης. Μέσα από τις παραγωγικές κοινότητες θα εκλέγονται και θα ανακαλούνται όταν πρέπει οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στα όργανα εξουσίας. Οι συνεταιρισμένοι μικροί εμπορευματοπαραγωγοί και αγρότες κατοχυρώνονται ως σύμμαχοι της εργατικής τάξης, εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους από τα κάτω προς τα πάνω με αντίστοιχα σώματα. Οι νέοι και οι νέες που δε βρίσκονται στην εργασία, δηλαδή σπουδαστές, φοιτητές, θα εκλέγουν τους αντιπροσώπους μέσα από τις εκπαιδευτικές μονάδες, ενώ θα αξιοποιούνται με ειδικό τρόπο οι  μαζικές οργανώσεις και ειδικές υπηρεσίες, ώστε να αντιπροσωπεύονται οι μη εργαζόμενοι για ειδικούς λόγους και οι συνταξιούχοι. Η λαϊκή εξουσία θεσμοθετεί και παίρνει πρακτικά μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται η άσκηση κριτικής σε αποφάσεις και χειρισμούς που εμποδίζουν την ανάπτυξη και ενίσχυση της λαϊκής οικονομίας. Είναι ζωτική ανάγκη να καταγγέλλονται πάσης φύσεως και προέλευσης αυθαιρεσίες, γραφειοκρατίες ή άλλα αρνητικά φαινόμενα. Εκλέγεται από τα κάτω προς τα πάνω το ανώτατο όργανο εξουσίας με μη μόνιμους και ανακλητούς εκπροσώπους, που δεν πρέπει να ξεκόβονται από την παραγωγή. Όπου χρειάζεται γίνεται απόσπαση κατά τη διάρκεια της θητείας τους ανάλογα με τις συγκεκριμένες ανάγκες. Οι αντιπρόσωποι, όπως λέμε σήμερα “βουλευτές”, δεν έχουν κανένα ιδιαίτερο οικονομικό προνόμιο από τη συμμετοχή τους στα όργανα εξουσίας. Από το ανώτατο όργανο ορίζονται η κυβέρνηση, οι επικεφαλής των διαφόρων εκτελεστικής αρμοδιότητας τομέων (υπουργεία, διευθύνσεις, επιτροπές κ.λπ.). Διαμορφώνεται αντίστοιχο σύνταγμα, εργατικό δίκαιο και οικογενειακό δίκαιο που κατοχυρώνει τις νέες σχέσεις (…)».[4]

          Αυτή η Ελλάδα, που θα προωθεί διακρατικές συμφωνίες και εμπορικές συναλλαγές, συμφωνίες για αξιοποίηση της τεχνογνωσίας με βάση το αμοιβαίο συμφέρον, από τα πρώτα της βήματα θα έχει να αντιμετωπίσει την εσωτερική και διεθνή αντίδραση. Την αντίδραση της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, που δεν αφήνουν περιθώρια ελιγμών στα κράτη-μέλη και «συμμάχους» τους. Γεγονός που συνεπάγεται ότι η αποδέσμευση από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και τα δεσμά τους είναι αναπόφευκτη, με στόχο την αυτοδύναμη φιλολαϊκή ανάπτυξη και τη συνεργασία με όλα τα κράτη, με κριτήριο τι ωφελεί το λαό. Η λαϊκή οικονομία είναι ασύμβατη με τη συμμετοχή της χώρας στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, όπως είναι η ΕΕ και το ΝΑΤΟ, επειδή ακριβώς είναι συμβατή με την επιδίωξη να αναπτυχθούν διακρατικές σχέσεις με αμοιβαίο όφελος ανάμεσα στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες. Από την άποψη αυτή, επομένως, η πολιτική της λαϊκής εξουσίας και οικονομίας, αξιοποιώντας κάθε ρωγμή αντίθεση και ανταγωνισμού ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αναδεικνύεται επιπλέον ως η μόνη που κινείται με γνώμονα τη διαφύλαξη και ενίσχυση της εδαφικής ακεραιότητας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας.

          Παράλληλα με τους κεφαλαιοκράτες και τους πολιτικούς εκπροσώπους τους, που το ταξικό τους συμφέρον υπαγορεύει να εναντιώνονται κα να πολεμούν  μια τέτοια προοπτική για την Ελλάδα, υπάρχουν και οι άλλοι, Αυτοί που απορρίπτουν την ιδέα μιας άλλης Ελλάδας, παριστάνοντας ότι την ασπάζονται. Ορισμένοι, μάλιστα, ανήκουν σε εκείνη την ειδική υποκατηγορία που στα διαλείμματα των σοσιαλδημοκρατικών τους ονειρώξεων επιδίδονται μέσω του Ερυθρού Σταυρού σε αναζητήσεις του τύπου «Μην είδατε τον Λένιν;», τις οποίες κατόπιν επικαλούνται ως απόδειξη της «αριστεροσύνης», άμα τε και της «επαναστατικότητάς τους». Είναι έτοιμοι να κονταροχτυπηθούν με τον καπιταλισμό όπου γης, αλλά εδώ, στην αρένα του δικού τους καπιταλισμού, μη έχοντας τη διάθεση και τη δύναμη να επαναστατήσουν εναντίον του, μετατρέπονται σε «λογιστές-απογραφείς» του χρέους και προτείνουν ως «λύση» τα «καλά» δάνεια από τη Ρωσία ή την Κίνα. Αλλά αυτού του τύπου η «επαναστατικότητα» δε διαφέρει διόλου από το «ριζοσπαστικό» τουρισμό που φαντασιώνεται την αλλαγή της κοινωνίας σαν μια «εκδρομή» σε τόπους μακρινούς. Τόσο μακρινούς μάλιστα ώστε να σου «επιτρέπουν» να αναβάλλεις και να αποφεύγεις να αναλάβεις το διεθνιστικό σου καθήκον –εφόσον λες ότι είσαι επαναστάτης– πρώτα και κύρια εκεί που ζεις: στον τόπο σου. Αυτού του τύπου η «επαναστατικότητα» μας προτείνει να δούμε τον καπιταλισμό ως ένα σύστημα «ολίγον έγκυος», να απαλλαγούμε από τα «επαχθή» του βάρη και να μάθουμε να ζούμε με τα υπόλοιπα βάρη που μας χρεώνει, τα οποία προφανώς είναι «νόμιμα». Οι επαναστάτες, όμως εφόσον είναι επαναστάτες, θεωρούν «παράνομο», επαχθή και απεχθή όλο τον καπιταλισμό. Και όλους τους διαχειριστές του. Προτιμούν, αντί να περιμένουν την κλωνοποίηση κάποιου παγκόσμιου Λένιν, που θα τους βγάλει από τη δύσκολη θέση, να απαντούν στις απαιτήσεις των καιρών. Προφανώς, λοιπόν, η απαίτηση των καιρών δεν είναι το καθίστε με σταυρωμένα τα χέρια και «αναμείνατε τον Λένιν». Το πραγματικό σημαινόμενο του «Ζητείται Λένιν» ισοδυναμεί με την αναγνώριση και την επιστημονική ανάλυση πως έχουν ωριμάσει οι αντικειμενικές συνθήκες για την «έφοδο στον ουρανό». Επομένως, η αυθεντική επαναστατική μετάφραση του «Ζητείται Λένιν», η γνήσια λενιστική επιταγή της περιοχής, η απάντηση στο εναγώνιο για την Ελλάδα και τον κόσμο ερώτημα «Τι να κάνουμε;» δεν μπορεί παρά να είναι μια και μόνη: «Κάντ’ το όπως ο Λένιν»! Σε μια στιγμή λοιπόν που οι πλατείες της Ευρώπης γεμίζουν από «αγανάκτηση», τα λόγια του Ισπανού φιλοσόφου Ντανιέλ Ινεράριτι στην El País αξίζει να προσεχτούν: «Η αγανάκτηση παύει να είναι ένα ανώδυνο αστείο που είναι ανίκανο να αλλάξει αφόρητες καταστάσεις, όταν συνοδεύεται από μία λογική ανάλυση του “γιατί”, όταν εντοπίζει ξεκάθαρα τα προβλήματα αντί να αρκείται να ξεφωνίζει τους ενόχους και όταν προτείνει συγκεκριμένο πρόγραμμα δράσης».[5] Και οι αφόρητες αυτές καταστάσεις είναι αδύνατο να ανατραπούν αν η αγανάκτηση δε μετουσιωθεί σε πρόγραμμα δράσης στους τόπους δουλειάς. Εκεί δηλαδή που μειώνονται οι  μισθοί, που απολύονται οι εργαζόμενοι, που εκβιάζονται οι εργάτες, εκεί που συντελείται η εκμετάλλευση, εκεί τελικά που παίρνει σάρκα και οστά το σύνθημα της πλατείας: «Η μεγαλύτερη βία είναι η φτώχεια».

          Φυσικά δε μας διαφεύγει ο «φιλικός» αντίλογος των χορτάτων της αντίπερα όχθης. Με λεπτή ταξική ειρωνεία διατείνονται, καθώς χορεύουν το καθεστωτικό τους βαλς, ότι η προοπτική μιας Ελλάδας και ενός κόσμου χωρίς εκμεταλλευτές και καταπιεζόμενους, χωρίς πλούσιους και φτωχούς, χωρίς κεφαλαιοκράτες «αφέντες» και μισθωτούς «δούλους», στην καλύτερη περίπτωση, συνιστά δονκιχονισμό και ουτοπία. Εξίσου «φιλικά», λοιπόν, απαντάμε: «Ένας χάρτης του κόσμου που δεν περιέχει την Ουτοπία δεν αξίζει να τον κοιτάξεις καν, γιατί αφήνει έξω τη μόνη χώρα όπου η Ανθρωπότητα πάντα θα προσγειώνεται. Κι όταν προσγειωθεί, κοιτάζει πέρα και, βλέποντας μια καλύτερη χώρα, ξεκινάει για εκεί. Πρόοδος είναι η υλοποίηση της μιας μετά την άλλη Ουτοπίας». Σίγουρα αυτή η «ουτοπική» πορεία αναδημιουργίας και αναγέννησης της Ελλάδας δεν είναι εύκολη. Είναι όμως μια πορεία απείρως ευκολότερη και –από άποψη αποτελεσμάτων– πρόδηλα ρεαλιστικότερη, σε αντίθεση με τον αδιέξοδο δρόμο των ανυπολόγιστων, μάταιων και αβάσταχτων θυσιών στις οποίες υποβάλλεται ο λαός και ο τόπος για να βγαίνουν κερδισμένοι οι πλουτοκράτες και το σάπιο πολιτικό τους σύστημα. Αυτή η Ελλάδα της λαϊκής εξουσίας και της λαϊκής οικονομίας, η Ελλάδα του σοσιαλιστικού δρόμου ανάπτυξης, είναι το πλέον ώριμο και ρεαλιστικό αίτημα των καιρών που «σαν θελήσει ποτέ ο λαός, τότε το πεπρωμένο θα προσκυνήσει».

 

 

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα;

 

«Ανάμεσα σε τόσες νύχτες, τόσους βράχους, τόσους σκοτωμένους –είπε– εσύ, Επανάσταση, μας άνοιξες τις καρδιές λεωφόρους για μια πανανθρώπινη συνάντηση.(…)/ Αν τίποτ’ άλλο δεν κερδίσαμε –είπε– μάθαμε τουλάχιστον πως αύριο θα συναντηθούμε».

Γιάννης Ρίτσος, «Όχι πολιτική»

«Είναι λογικός, καθένας τον καταλαβαίνει. Είν’ εύκολος./Μια και δεν είσαι εκμεταλλευτής, μπορείς να τον συλλάβεις./ Είναι καλός για σένα, μάθαινε γι’ αυτόν./ Οι ηλίθιοι ηλίθιο τον αποκαλούνε, και οι βρωμεροί τον λένε βρωμερό./ Αυτός είναι ενάντια στη βρωμιά και την ηλιθιότητα./ Οι εκμεταλλευτές έγκλημα τον ονοματίζουν./ Αλλά εμείς ξέρουμε:/ Είναι το τέλος κάθε εγκλήματος./ δεν είναι παραφροσύνη, μα/ Το τέλος της παραφροσύνης./ Δεν είναι χάος/ Μα η τάξη./ Είναι το απλό/ Που είναι δύσκολο να γίνει».

Μπέρτολ Μπρεχτ,
Εγκώμιο στον κομμουνισμό

Εκτός από τον επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα εμφάνισης των καπιταλιστικών κρίσεων, εξίσου επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα παρουσιάζει και η εμφάνιση όσων έχουν αναθέσει στον εαυτό τους το καθήκον να «διαψεύδουν» τον Μαρξ. Με αφορμή λοιπόν την καπιταλιστική κρίση, άλλοι αναφέρονται στον Μαρξ στην προσπάθεια να τον ξορκίσουν, «διορθώνοντας» θέσεις και χρεώνοντάς του «προφητείες» περί «αναπόφευκτης κατάρρευσης του καπιταλισμού» τις οποίες, όμως, ο Μαρξ ποτέ δεν έκανε. Άλλοι τον μνημονεύουν για να τον φέρουν στα μέτρα τους. Κι άλλοι –περιώνυμοι των αστικών σαλονιών– απλώς για να κάνουν επίδειξη «γνώσεων» στις ομηγύρεις μιας ημιμαθούς και «πολύξερης» οκνηρίας. Τους τελευταίους είναι προτιμότερο να τους αγνοήσουμε. Θα περιοριστούμε στους υπόλοιπους που με αφορμή την τρέχουσα κρίση επιμένουν ότι «ο Μαρξ για μια ακόμα φορά διαψεύστηκε». «Απόδειξη», όπως λένε, είναι ότι παρά την κρίση ο καπιταλισμός και «πάλι δεν κατέρρευσε». Επομένως, για άλλους εξ αυτών ευθέως, για άλλους ανομολόγητα, το θέμα δεν είναι να «υπερβούμε» τον «αιώνιο» καπιταλισμό, αλλά να προβούμε σε εκείνες τις «ρυθμίσεις» που θα τον κάνουν «καλύτερο».

          Κατ’ αρχάς και όσον αφορά τη «διάψευση» του Μαρξ, στηρίζεται, ως συνήθως, στην εξόχως… αντιμαρξιστική ανάγνωσή του, που αναπαράγει τη γνωστή σοφιστεία περί της δήθεν «αυτόματης κατάρρευσης του καπιταλισμού». «Κατάρρευση» την οποί υποτίθεται ότι προαναγγέλλει ο Μαρξ, στο πλαίσιο της ανάλυσής του σχετικά με την υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου. Όμως, αυτή είναι μια χυδαία καρικατούρα της μαρξιστικής προσέγγισης. Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ, με την ανάλυσή του για τη διαδικασία της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, εκείνο που μεταξύ άλλων φωτίζει, περιγράφει και –με απαράμιλλη επιστημονική διαύγεια– καταδεικνύει είναι ο εγγενής χαρακτήρας των οικονομικών κρίσεων του καπιταλισμού. Όμως, από την κατάδειξη του εγγενούς χαρακτήρα των κρίσεων στον καπιταλισμό –κάτι που έχει επιβεβαιωθεί καμιά εικοσαριά φορές πριν πεθάνει ο Μαρξ, κι άλλες τόσες αφότου πέθανε– μέχρι την «αυτόματη κατάρρευση» του καπιταλισμού υπάρχει μια αβυσσαλέα πολιτική και τελικά νοητική απόσταση, που ο Μαρξ, εν αντιθέσει με τους «προικισμένους» επικριτές του, ουδέποτε αγνόησε. Μάλιστα την προέβλεψε. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, ήδη από τον πρόλογο του Κεφαλαίου, σημείωνε ότι το έργο του απευθυνόταν «φυσικά (σε) αναγνώστες που θέλουν να μάθουν κάτι το καινούργιο και επομένως να σκεφτούν και οι ίδιοι».

          Σε αντίθεση, λοιπόν, με όσα ισχυρίζονται για τον Μαρξ όσοι του αποδίδουν μια «χιλιαστική» αντίληψη περί «αυτόματης κατάρρευσης του καπιταλισμού», είναι ο Μαρξ που στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου δείχνει όλες τις μορφές για το πώς είναι δυνατό, μέσα από την καπιταλιστική κρίση, να ανατροφοδοτείται το ίδιο το σύστημα. Εκεί είναι που καταγράφει το πώς αυτή η δομική για τον καπιταλισμό ροπή προς την κρίση γεννά –λόγω ακριβώς της κρίσης και μέσα από αυτήν– μια σειρά από αντίρροπες κοινωνικές διεργασίες και οικονομικές εξελίξεις. Εξελίξεις που αφενός καταδεικνύουν τη δυνατότητα του συστήματος να επιβιώνει, αλλά αφετέρου αποδεικνύουν το γιατί είναι κοινωνικά επιβεβλημένο, και μ’ αυτή την έννοια είναι κατορθωτό –ότι υπάρχουν δηλαδή οι υλικές προϋποθέσεις–, το σύστημα να ανατραπεί.

          Ως εκ τούτου, ο Μαρξ δεν έχει καμία ευθύνη για το τι καταλαβαίνουν ορισμένοι από όσα διαβάζουν (αν τα διαβάζουν). Εκείνοι όμως που καταλαβαίνουν όσα διαβάζουν μπορούν να επιβεβαιώσουν ότι «τον καπιταλισμό τον χαρακτηρίζει, από τη μια μεριά, η τάση απεριόριστης διεύρυνσης της παραγωγικής κατανάλωσης, απεριόριστης διεύρυνσης της συσσώρευσης της παραγωγής, και από την άλλη η προλεταριοποίηση των λαϊκών μαζών, που βάζει αρκετά στενά όρια στη διεύρυνση της ατομικής κατανάλωσης (…). Είναι αυτονόητο ότι θα ήταν χοντροκομμένο λάθος αν απ’ αυτή την αντίφαση του καπιταλισμού (ή από τις άλλες αντιφάσεις του) βγάζαμε το συμπέρασμα ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να υπάρξει (…). Η ανάπτυξη του καπιταλισμού δεν μπορεί να συντελείτε διαφορετικά παρά με μια ολόκληρη σειρά αντιφάσεις, και η υπόδειξη αυτών των αντιφάσεων απλώς μας εξηγεί τον ιστορικά παροδικό χαρακτήρα του καπιταλισμού, μας εξηγεί τους όρους και τις αιτίες της τάσης του να περάσει σια ανώτερη μορφή (…) Η αντίθεση αυτή δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρχει καπιταλισμός, σημαίνει όμως ότι είναι ανάγκη να γίνει πέρασμα από τον καπιταλισμό σε μια ανώτερη μορφή (…) η ύπαρξη αντίθεσης ανάμεσα στην κατανάλωση και στην παραγωγή, ανάμεσα στην τάση του καπιταλισμού να αναπτύσσει απεριόριστα τις παραγωγικές δυνάμεις και στον περιορισμό αυτής της τάσης από την προλεταριακή κατάσταση, από την αθλιότητα και ανεργία του λαού, είναι στην περίπτωση αυτή ολοφάνερη. Δεν είναι όμως λιγότερο φανερό πως το μόνο σωστό συμπέρασμα που βγαίνει απ’ αυτή την αντίθεση είναι ότι αυτή η ίδια η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δεν μπορεί παρά να οδηγεί με ασυγκράτητη δύναμη στην αντικατάσταση του καπιταλισμού από την οικονομία των συνεταιρισμένων παραγωγών»[6].

          Εν ολίγοις, ο Μαρξ προσέφερε όλα εκείνα τα εργαλεία της λογικής που μπορούν να μας κάνουν να δούμε πώς ο καπιταλισμός έχει τη δυνατότητα να αναπαράγεται μέσα από την καταστροφική και απάνθρωπη λειτουργία του. Και, ταυτόχρονα, προσδιόρισε, λόγω ακριβώς αυτής της «κανιβαλικής» φύσης του καπιταλισμού, την ιστορική αναγκαιότητα της ανατροπής αυτού του συστήματος, η οποία φυσικά δε θα επέλθει σαν απότοκο κάποιου τεχνοκρατικού ντετερμινισμού, αλλά ως αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων. Τα λόγια του Μαρξ ως προς το θέμα αυτό είναι τόσο διαυγή και κατανοητά ακόμα και σε όσους θα ήθελαν να μην… καταλαβαίνουν. Στην επιστολή του Μαρξ προς τον Βαϊντερμάγερ, το Μάρτη του 1852, επιστολή στην οποία αναφέρεται ο Λένιν στο έργο του Κράτος και Επανάσταση[7], σημείωνε: «Όσο για μένα, δε μου ανήκει η τιμή ούτε ότι εγώ ανακάλυψα την ύπαρξη των τάξεων στη σύγχρονη κοινωνία, ούτε ότι εγώ ανακάλυψα τη μεταξύ τους πάλη. Πολύ πιο πριν από μένα αστοί ιστορικοί έχουν περιγράψει την ιστορική εξέλιξη αυτής της πάλης των τάξεων και αστοί οικονομολόγοι έχουν κάνει την οικονομική ανατομία των τάξεων. Ό,τι το καινούριο έκανα εγώ ήταν να αποδείξω: 1) Ότι η ύπαρξη των τάξεων συνδέεται απλώς με ορισμένες ιστορικές φάσεις ανάπτυξης της παραγωγής…, 2) ότι η ταξική πάλη οδηγεί αναγκαστικά στη δικτατορία του προλεταριάτου, 3) ότι η ίδια αυτή δικτατορία δεν αποτελεί παρά τη μετάβαση στην κατάργηση όλων των τάξεων και σε μια αταξική κοινωνία…»

          Τίποτα αληθέστερο επομένως από το γεγονός, όπως σημειώνει ο Λένιν, ότι «τη διδασκαλία για την ταξική πάλη δεν τη δημιούργησε ο Μαρξ, αλλά η αστική τάξη πριν από τον Μαρξ»! Ναι, αλλά η ίδια τάξη που «δημιούργησε» και «ανακάλυψε» την πάλη των τάξεων μιλά σήμερα για ταξική συναίνεση και για το «Τέλος της Ιστορίας». Το συμπέρασμα από αυτή την οβιδιακή μετάλλαξη είναι εξαιρετικά σημαντικό: στη φάση της επιθετικότητας που διανύει ο ιμπεριαλισμός, η αστική τάξη, μέσα από την επιμονή της να καταδικάσει σε «ανυπαρξία» την πάλη των τάξεων, εκείνο που αποδεικνύει είναι ότι έχει πλέον αποψιλωθεί από οποιαδήποτε προοδευτικότητα τη συγκρότησε ως τάξη από τη Γαλλική Επανάσταση και δώθε· ότι αυτή η τάξη, η αστική τάξη και οι εκπρόσωποί της, έχουν αντιδραστικοποιηθεί πλήρως και σε τέτοιο βαθμό, ώστε όταν θυμούνται τις Βερσαλίες, να μετατρέπονται σε ιεροεξεταστές του ίδιου του εαυτού τους· ότι ήρθε, αντικειμενικά, η ώρα της εργατικής τάξης να «πάρει τις πλάτες της» το καθήκον για τη συγγραφή των επόμενων κεφαλαίων της Ιστορίας.

          Μήπως από τα προηγούμενα θα πρέπει να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα πως έπεσαν τα τείχη που εμπόδιζαν τη χειραφέτηση των «κολασμένων»; Πως βρισκόμαστε στις παραμονές της κοινωνικής εξέγερσης; Ότι έρχεται η Επανάσταση; Μόνο όποιος αντιλαμβάνεται το μαρξισμό ως μια οικονομική εξίσωση, με παρονομαστή το βαθμό της απόλυτης ή σχετικής εξαθλίωσης, μόνο όποιος υποβιβάζει το μαρξισμό από κοσμοθεωρία της κοινωνικής απελευθέρωσης στο επίπεδο της κοσμολογίας ή μιας ανθρωπολογίας με «ηθικούς κόκκους» θα απαντούσε θετικά. Οι κοινωνικές διεργασίες, πόσο μάλλον οι κοινωνικές εξεγέρσεις, έχουν μια ατέλεια: δεν μπορούν να παρασκευαστούν με όρους  τηλεμαγειρισκής, ούτε να προβλεφθούν με την «ακρίβεια» των αστρολογικών προβλέψεων. Η απάντηση στο ερώτημα «ρήξη και ανατροπή ή ενσωμάτωση και αναπαραγωγή του συστήματος» πρέπει να λάβει υπόψη της, όπως σωστά έχει επισημανθεί, και μια σειρά άλλους παράγοντες: Το επίπεδο του «είναι και της συνείδησης, τον φετιχισμό, τη φενακισμένη συνείδηση, την ανεστραμμένη εικόνα του κόσμου, τον ασυνείδητο χαρακτήρα της ιδεολογίας», κ.λπ. κ.λπ. Πρόκειται για κομβικές έννοιες της μαρξιστικής θεωρίας που η εγκατάλειψη και η υποτίμησή τους στο όνομα μάλιστα του «αυθεντικού μαρξισμού» συνιστά ουσιαστική στρέβλωσή του.

Το σύστημα δεν ανατρέπεται αφ’ εαυτού του, δεν καταρρέει από μόνο του. Εν ολίγοις ουδόλως εξάγεται ιστορικά, επιστημονικά και εμπειρικά το συμπέρασμα ότι με αυτές τις κρίσεις ο καπιταλισμός «αυτοκτονεί», όπως μερικοί «ευφυείς» χρεώνουν με περισσή ευήθεια στο μαρξισμό και που νομίζουν ότι έτσι γελοιοποιούν τους κομμουνιστές, αλλά το μόνο που κατορθώνουν είναι να ξεφωνίζουν τη δική τους αμάθεια.

          Το συμπέρασμα δεν είναι ότι καπιταλισμός «θα» καταρρεύσει ούτε καν ότι «θα» ανατραπεί. Το συμπέρασμα είναι κάπως πιο σύνθετο και συνίσταται στο γεγονός ότι μέσα από αυτές τις καπιταλιστικές κρίσεις, που αποδεικνύεται ότι είναι αδύνατον να αποτραπούν ή να τιθασευτούν προς «όφελος της κοινωνίας», επιβεβαιώνεται περίτρανα το πολιτικό πρόταγμα των κομμουνιστών: πως, δηλαδή, ο καπιταλισμός «πρέπει» να ανατραπεί. Γιατί μόνο εφόσον ανατραπεί θα πάψει να αναπαράγεται μέσα από τις κρίσεις του, δημιουργώντας νέες ερήμους φτώχειας και δυστυχίας στους λαούς. Και ότι επειδή «πρέπει», γι’ αυτό ακριβώς  και «θα» ανατραπεί, με προοπτική μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και χωρίς τάξεις. Μια κοινωνία που η σημερινή ασύλληπτη ανάπτυξη της τεχνολογίας και της επιστήμης την κάνει περισσότερο «ορατή» από ποτέ, όπως μεγαλοφυώς το είχε περιγράψει ο Αριστοτέλης: «Αν κάθε όργανο», έλεγε, «μπορούσε να κάνει τη δουλειά του, διατασσόμενο ή προαισθανόμενο από μόνο του όπως λέγεται για τα αγάλματα του Δαιδάλου ή τους τρίποδες του Ηφαίστου (…) αν λοιπόν οι σαΐτες ύφαιναν μόνες τους και τα πλήκτρα έκρουαν μόνα τους τις χορδές τις κιθάρας, τότε ούτε οι αρχιτεχνίτες θα είχαν ανάγκη από βοηθούς ούτε οι αφέντες από δούλους» (Αριστοτέλης, Πολιτικά Ι). Αυτό δηλαδή που ισχυρίζεται ο Μαρξ, και το οποίο επιβεβαιώνεται μέσα από τις διαρκείς καπιταλιστικές κρίσεις είναι ότι τελικά μόνο σε μια άλλη κοινωνία, σε μια κομμουνιστική κοινωνία, υπάρχει η ελπίδα της απελευθέρωσης από τον καταναγκασμό. Σε μια κοινωνία όπου «η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός είναι η προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων»[8] και όπου «ο πραγματικός πλούτος είναι η ανάπτυξη της κοινωνικής ατομικότητας»[9]. Σε μια τέτοια κοινωνία «το αληθινό βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει εκεί που σταματά η αναγκαιότητα, εκεί που η εργασία δεν μετατρέπεται σε εμπόρευμα, αλλά αποτελεί αυτοσκοπό και μέσο για να εκφράσει ο άνθρωπος τις πλούσιες δημιουργικές τους ικανότητες. Όταν η αναγκαστική εργασία αντικατασταθεί από τη δημιουργική εργασία, όταν η ελευθερία του ενός ατόμου γίνει όρος και προϋπόθεση για την ελευθερία των άλλων, τότε, μέσα στο κλίμα της γενικής ελευθερίας, που είναι η ουσία της ανθρώπινης φύσης, θα κάνει την εμφάνισή του ο καινούργιος τύπος του ολοκληρωμένου ανθρώπου»[10].

          Πώς θα γίνει αυτό; Όχι, φυσικά, με την προσμονή της αντικατάστασης των golden boys από ψυχοπονιάρικα και «κοινωνικά ευαίσθητα» καλόπαιδα. Ούτε με εκκλήσεις στην ηθική των καπιταλιστών και των πολιτικών τους εκπροσώπων. Ούτε με την προσμονή ότι οι κεφαλαιοκράτες θα «αυτοκτονήσουν». Ούτε πολύ περισσότερο με την υποταγή στον πόλεμο που έχουν εξαπολύσει κατά των προλετάριων. Αλλά με τον τρόπο που σε γνήσια μαρξιστική-λενιστική διάλεκτο διατύπωση ο Βάρναλης: «Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,/ χάιντε Σύμβολον αιώνιο!/ Αν ξυπνήσεις, μονομιάς/ θά ρτει ανάποδα ο ντουνιάς».

          Οι θιασώτες του καπιταλισμού διαισθανόμενοι τους κινδύνους μιας τέτοιας αφύπνισης παρεμβάλλουν όλα τα δυνατά εμπόδια, ώστε η πολιτική δράση των μαζών να μην ανέλθει το αναγκαίο εκείνο πολιτικό επίπεδο που θα βάλει τέλος στην κυριαρχία τους. Ακριβώς αυτό, όμως, είναι το ζητούμενο και για την εργατική τάξη. Αλλά από την ανάποδη. Το πώς, δηλαδή, όπως σημείωνε ο Λένιν στον Αριστερισμό, ο ξεπερασμένος ιστορικά καπιταλισμός της κοινωνικής οπισθοδρόμησης και της παρακμής θα σταθεί δυνατό να ξεπεραστεί και πολιτικά. Είναι ακριβώς αυτό το ζήτημα, το ζήτημα της πολιτικής πάλης, ως αναγκαίας προϋπόθεσης για την ανατροπή του καπιταλισμού και ως ανώτερης έκφρασης της ταξικής πάλης, που οδηγεί τους καταπιεσμένους σε εκείνον τον «απαγορευμένο καρπό της γνώσης», όπως έλεγε η Λούξεμπουργκ, που φοβίζει όσο τίποτε άλλο τους αστούς φίλους μας και εκθέτει τις οπορτουνιστικές «ουρές» τους: στην επίγνωση της αναγκαιότητας για την οργάνωση και δράση της εργατικής τάξης, σχεδιασμένα, πειθαρχημένα και αποφασιστικά, σε ένα πρόγραμμα συμμαχίας με τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα και την προοδευτική διανόηση, μέσα από τις γραμμές του δικού της κόμματος, του επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος της εργατικής τάξης. Μόνο έτσι η εργατική τάξη, μέσα από την πραγματική ενότητά της και όχι  μέσα από την «ενότητα» των μάταιων φράσεων, μέσα από την πρωτοπόρα μαζική κάθοδό της στο στίβο της πολιτικής πάλης, θα αποκτήσει το ανάστημα και θα βρεθεί σε ανώτερη θέση ισχύος από τη θέση ισχύος που προσφέρει στους εκμεταλλευτές της η δική τους ενότητα. Τέτοιο Κομμουνιστικό Κόμμα στην Ελλάδα υπάρχει. Κόμμα που θέτει στόχους και αναζητά απαντήσεις στα προβλήματα της συγκυρίας, χωρίς να αισθάνεται ότι έχει να απολογηθεί σε τίποτα για την «ιδεολογική του αδιαλλαξία», είτε στους «εισαγγελείς» των σαλονιών, είτε στους «ρεαλιστές» κατηγόρους του. Που δεν παραμορφώνει την έννοια της «Αριστεράς» και πολύ περισσότερο δε διακωμωδεί την Επανάσταση, επιδιώκοντας την ικανοποίηση των εφήμερων «ακτιβισμών» και καιροσκοπισμών, είτε στο επίπεδο της κοινωνίας είτε στο επίπεδο των «κοσμογονικών» περιπτύξεων μεταξύ των πολιτικών «κορυφών». Κόμμα που υπηρετεί τη στρατηγική του για την «έφοδο στον ουρανό», διαμορφώνοντας την τακτική του όχι με βήμα σημειωτόν, με υποχωρήσεις ή με άλματα στα κενό, αλλά περπατώντας στέρεα.

          Χτίζοντας γερά θεμέλια για την οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας, οργανώνοντας την εργατική τάξη και καλώντας το λαό να μετατραπεί σε παλιρροϊκό κύμα, να βγει πρωταγωνιστικά στο προσκήνιο της ιστορίας και να δώσει, τελεσίδικα, τη δική του απάντηση πάνω στο από κάθε άποψη επίκαιρο δίλημμα: «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα;»

 

[1] Μάκης Μαρλαφέκας, Λήμματα από την εποχή της κρίσης, εκδόσεις Futura.

[2] Μάκης Παπαδόπουλος, Ριζοσπάστης, 12.9.2010

[3] Αλέκα Παπαρήγα, ομιλία στο Σύνταγμα για την παρουσίαση της πολιτικής πρότασης συμμαχίας και εξουσίας του ΚΚΕ, 15.5.2008.

[4] Αλέκα Παπαρήγα, συλλαλητήριο του ΚΚΕ, Αθήνα, 15.5.2010.

[5] Το Ποντίκι, 2.6.2011.

[6] Λένιν, Άπαντα, τόμος 4, σελ. 51, 164, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.

[7] Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, σελ. 42, εκδόσεις Σύγχρονη  Εποχή.

[8] Μαρξ – Ένγκελς, Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, σελ. 48, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.

[9] Μαρξ, Χειρόγραφα, τόμος 2, σελ. 1.96, Κοινωνικές Εκδόσεις.

[10] Από το «Νεανικά δοκίμια», Καρλ Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα, σελ. 3, εκδόσεις Γλάρος.